synallagmatique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.na.laɡ.ma.tik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
synallagmatique | synallagmatiques |
synallagmatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
synallagmatique | synallagmatiques |
synallagmatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό