straighten out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | straighten out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | straightens out |
αόριστος | straightened out |
παθητική μετοχή | straightened out |
ενεργητική μετοχή | straightening out |
Ετυμολογία
επεξεργασία- straighten out < → δείτε τις λέξεις straighten και out
Ρήμα
επεξεργασίαstraighten out (en)
- τακτοποιώ, βοηθώ κάποιον να ασχοληθεί με προβλήματα ή να κατανοήσει μια μπερδεμένη κατάσταση
- (μεταβατικό) κανονίζω, ρυθμίζω, τακτοποιώ, αντιμετωπίζω μια μπερδεμένη κατάσταση οργανώνοντας πράγματα που προκαλούν προβλήματα
- τακτοποιώ, βάζω σε τάξη αντικείμενα
- ⮡ I am straightening out the furniture in my room.
- Τακτοποιώ τα έπιπλα στο δωμάτιο μου.
- ⮡ I am straightening out the furniture in my room.
Πηγές
επεξεργασία- straighten out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 412, 774, 865. ISBN 9780194325684., λήμμα: κανονίζω, ρυθμίζω, τακτοποιώ