Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας straighten out
γ΄ ενικό ενεστώτα straightens out
αόριστος straightened out
παθητική μετοχή straightened out
ενεργητική μετοχή straightening out

  Ετυμολογία επεξεργασία

straighten out < → δείτε τις λέξεις straighten και out

  Ρήμα επεξεργασία

straighten out (en)

  1. τακτοποιώ, βοηθώ κάποιον να ασχοληθεί με προβλήματα ή να κατανοήσει μια μπερδεμένη κατάσταση
    I am straightening out my life/my affairs.
    Τακτοποιώ τη ζωή μου/τις υποθέσεις μου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη resolve
  2. (μεταβατικό) κανονίζω, ρυθμίζω, τακτοποιώ, αντιμετωπίζω μια μπερδεμένη κατάσταση οργανώνοντας πράγματα που προκαλούν προβλήματα
    We will get this straightened out right away.
    Αυτό θα το τακτοποιήσουμε αμέσως.
    Let them straighten it out themselves.
    Άσε τους να το κανονίσουν μόνοι τους.
    Do not worry, it will all straighten itself out.
    Μη στενοχωριέσαι, όλα θα ρυθμιστούν.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη deal with
  3. τακτοποιώ, βάζω σε τάξη αντικείμενα
    I straighten out the furniture in my room.
    Τακτοποιώ τα έπιπλα στο δωμάτιο μου.

  Πηγές επεξεργασία