ενεστώτας straighten
γ΄ ενικό ενεστώτα straightens
αόριστος straightened
παθητική μετοχή straightened
ενεργητική μετοχή straightening

  Ετυμολογία

επεξεργασία
straighten < straight + -en

straighten (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ισιώνω, τακτοποιώ, γίνεται ίσιο ή κάνω κάτι ίσιο
    ⮡  I am straightening an iron rod.
    Ισιώνω μια σιδερένια ράβδο.
    ⮡  I am straightening out my tie.
    Τακτοποιώ τη γραβάτα μου.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ισιώνω, κάνω το σώμα μου ίσιο
    ⮡  I am straightening myself up.
    Ισιώνω το κορμί μου.

Παράγωγα

επεξεργασία