straighten up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | straighten up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | straightens up |
αόριστος | straightened up |
παθητική μετοχή | straightened up |
ενεργητική μετοχή | straightening up |
Ετυμολογία
επεξεργασία- straighten up < → δείτε τις λέξεις straighten και up
Ρήμα
επεξεργασίαstraighten up (en)
- τακτοποιώ, βάζω σε τάξη αντικείμενα
Πηγές
επεξεργασία- straighten up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 865. ISBN 9780194325684., λήμμα: τακτοποιώ