ενεστώτας straighten up
γ΄ ενικό ενεστώτα straightens up
αόριστος straightened up
παθητική μετοχή straightened up
ενεργητική μετοχή straightening up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
straighten up < → δείτε τις λέξεις straighten και up

straighten up (en)

  • τακτοποιώ, βάζω σε τάξη αντικείμενα
    ⮡  I am straightening up my room/desk.
    Τακτοποιώ το δωμάτιο/το γραφείο μου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tidy