ΔΦΑ : /ˈtaɪdi/
 
παραθετικά
θετικός tidy
συγκριτικός tidier
υπερθετικός tidiest

tidy (en)

  1. συγυρισμένος, νοικοκυρεμένος, περιποιημένος, που είναι τακτοποιημένο και με όλα σε τάξη
      a tidy room/desk - συγυρισμένο/νοικοκυρεμένο/περιποιημένο δωμάτιο/γραφείο
     συνώνυμα: neat
  2. τακτικός, νοικοκυρεμένος, αυτός που κρατά τα πράγματα τακτοποιημένα και σε τάξη
      a tidy man - τακτικός/νοικοκυρεμένος άνθρωπος
  3. (μόνο πριν από ουσιαστικό, ανεπίσημο) στρογγυλούτσικος, για ένα σημαντικό χρηματικό ποσό
      a tidy sum of money - ένα στρογγυλούτσικο ποσό

Συγγενικά

επεξεργασία
ενεστώτας tidy
γ΄ ενικό ενεστώτα tidies
αόριστος tidied
παθητική μετοχή tidied
ενεργητική μετοχή tidying

tidy (en)

Παράγωγα

επεξεργασία