tidy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | tidy |
συγκριτικός | tidier |
υπερθετικός | tidiest |
tidy (en)
- συγυρισμένος, νοικοκυρεμένος, περιποιημένος, που είναι τακτοποιημένο και με όλα σε τάξη
- τακτικός, νοικοκυρεμένος, αυτός που κρατά τα πράγματα τακτοποιημένα και σε τάξη
- ⮡ a tidy man - τακτικός/νοικοκυρεμένος άνθρωπος
- (μόνο πριν από ουσιαστικό, ανεπίσημο) στρογγυλούτσικος, για ένα σημαντικό χρηματικό ποσό
- ⮡ a tidy sum of money - ένα στρογγυλούτσικο ποσό
Συγγενικά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | tidy |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tidies |
αόριστος | tidied |
παθητική μετοχή | tidied |
ενεργητική μετοχή | tidying |
tidy (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τακτοποιώ, νοικοκυρεύω, συγυρίζω, κάνω κάτι να φαίνεται νοικοκυρεμένο βάζοντας τα πράγματα στη θέση που ανήκουν
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- tidy (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- tidy (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 589, 689, 827, 832, 865. ISBN 9780194325684., λήμμα: νοικοκυρεμένος, νοικοκυρεύω, περιποιημένος, στρογγυλούτσικος, συγυρίζω, τακτοποιώ