↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιποιημένος η περιποιημένη το περιποιημένο
      γενική του περιποιημένου της περιποιημένης του περιποιημένου
    αιτιατική τον περιποιημένο την περιποιημένη το περιποιημένο
     κλητική περιποιημένε περιποιημένη περιποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιποιημένοι οι περιποιημένες τα περιποιημένα
      γενική των περιποιημένων των περιποιημένων των περιποιημένων
    αιτιατική τους περιποιημένους τις περιποιημένες τα περιποιημένα
     κλητική περιποιημένοι περιποιημένες περιποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περιποιέμαι και περιποιούμαι

περιποιημένος -η -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία