περιποιέμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιποιέμαι < αρχαία ελληνική περιποιέομαι, παθητική φωνή του ρήματος περιποιέω
Ρήμα επεξεργασία
περιποιέμαι
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του περιποιούμαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιποιέμαι
|