tidy up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | tidy up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tidies up |
αόριστος | tidied up |
παθητική μετοχή | tidied up |
ενεργητική μετοχή | tidying up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαtidy up (en)
- τακτοποιώ, νοικοκυρεύω, ασχολούμαι με κάτι για να είναι καλά ή σωστά τελειωμένο
Πηγές
επεξεργασία- tidy up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 589. ISBN 9780194325684., λήμμα: νοικοκυρεύω