Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας sort out
γ΄ ενικό ενεστώτα sorts out
αόριστος sorted out
παθητική μετοχή sorted out
ενεργητική μετοχή sorting out

  Ετυμολογία επεξεργασία

sort out < → δείτε τις λέξεις sort και out

  Ρήμα επεξεργασία

sort out (en)

  1. (μεταβατικό, ανεπίσημο) τακτοποιώ, οργανώνω το περιεχόμενο κάτι
    I sorted out my desk.
    Τακτοποίησα το γραφείο μου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tidy
  2. (μεταβατικό) ξεχωρίζω κάτι από μια μεγαλύτερη ομάδα
    I am sorting out the good apples from the bad.
    Ξεχωρίζω τα καλά μήλα από τα χαλασμένα.
     συνώνυμα: separate
  3. (μεταβατικό) ξεμπλέκω, ξεμπερδεύω, κανονίζω, ρυθμίζω, τακτοποιώ, ασχολούμαι με επιτυχία τα προβλήματα κάποιου/δικού μου
    Things will sort themselves out.
    Θα ξεμπερδέψουν μόνα τους τα πράγματα.
    Let them sort it out themselves.
    Άσε τους να το κανονίσουν μόνοι τους.
    Μη στενοχωριέσαι, όλα θα ρυθμιστούν.
    Do not worry, it will all sort itself out.
    We will get this sorted out right away.
    Αυτό θα το τακτοποιήσουμε αμέσως.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη deal with

  Πηγές επεξεργασία