ενεστώτας see to
γ΄ ενικό ενεστώτα sees to
αόριστος saw to
παθητική μετοχή seen to
ενεργητική μετοχή seeing to

Ετυμολογία

επεξεργασία
see to <  δείτε τις λέξεις see και to

see to (en)

  • βλέπω, κοιτάζω, ασχολούμαι με κάτι
      We will see to that later.
    Αυτό θα το δούμε αργότερα.
      I will see to the tickets/the drinks.
    Θα κοιτάξω εγώ για τα εισιτήρια/τα ποτά.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη deal with