cope
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | cope |
γ΄ ενικό ενεστώτα | copes |
αόριστος | coped |
παθητική μετοχή | coped |
ενεργητική μετοχή | coping |
Ρήμα επεξεργασία
cope (en)
- (αμετάβατο) αντιμετωπίζω μια κατάσταση, αντεπεξέρχομαι, επαρκώ (π.χ. τις οικονομικές δυσκολίες), τα φέρνω βόλτα, κάπως την παλεύω, τα βολεύω
- ↪ I cannot cope with so much work.
- Δεν επαρκώ για τόση δουλειά.
- ↪ I cannot cope with so much work.
Πηγές επεξεργασία
- cope - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 315. ISBN 9780194325684., λήμμα: επαρκώ