cope
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | cope |
γ΄ ενικό ενεστώτα | copes |
αόριστος | coped |
παθητική μετοχή | coped |
ενεργητική μετοχή | coping |
Ρήμα
επεξεργασία- αντιμετωπίζω, αντεπεξέρχομαι, επαρκώ, τα βγάζω πέρα, αντιμετωπίζω κάτι που είναι δύσκολο με επιτυχία
- ⮡ He coped with the situation humorously.
- Αντιμετώπισε χιουμοριστικά την κατάσταση.
- ⮡ Can you cope with it on your own?
- Μπορείς ν' αντεπεξέλθεις μόνη σου;
- ⮡ I cannot cope with so much work.
- Δεν επαρκώ για τόση δουλειά.
- ⮡ I can’t cope with so many guests.
- Δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα με τόσους καλεσμένους.
- ≈ συνώνυμα: confront, deal with, face up to, make do και manage
- ⮡ He coped with the situation humorously.
Πηγές
επεξεργασία- cope - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 315. ISBN 9780194325684., λήμμα: επαρκώ