Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΡήμαΕπεξεργασία

cope (en)

  1. αντιμετωπίζω μια κατάσταση, αντεπεξέρχομαι (π.χ. τις οικονομικές δυσκολίες)
    ελληνικές εκφράσεις: τα φέρνω βόλτα, κάπως την παλεύω, τα βολεύω