coping
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcoping (en)
- η κορυφή, συνήθως κοίλη ή επικλινής
- δρομικός τουβλότοιχος ή πετρότοιχος
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαcoping (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του cope
coping (en)
coping (en)