Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkəʊpɪŋ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

coping (en)

  1. η κορυφή, συνήθως κοίλη ή επικλινής
  2. δρομικός τουβλότοιχος ή πετρότοιχος

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

coping (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία