διαβουλεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαβουλεύομαι < αρχαία ελληνική διαβουλεύομαι
Ρήμα
επεξεργασίαδιαβουλεύομαι (αποθετικό)
- συσκέπτομαι με άλλους ανταλλάσσοντας απόψεις
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διαβουλεύομαι