Δείτε επίσης: ἀβούλευτος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβούλευτος η αβούλευτη το αβούλευτο
      γενική του αβούλευτου της αβούλευτης του αβούλευτου
    αιτιατική τον αβούλευτο την αβούλευτη το αβούλευτο
     κλητική αβούλευτε αβούλευτη αβούλευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβούλευτοι οι αβούλευτες τα αβούλευτα
      γενική των αβούλευτων των αβούλευτων των αβούλευτων
    αιτιατική τους αβούλευτους τις αβούλευτες τα αβούλευτα
     κλητική αβούλευτοι αβούλευτες αβούλευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβούλευτος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀβούλευτος < αρχαία ελληνική βουλεύομαι, παθητική φωνή του ρήματος βουλεύω < βουλή < βούλομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷel-

  Επίθετο επεξεργασία

αβούλευτος

  1. (παρωχημένο) ασυμβούλευτος
  2. (παρωχημένο) απερίσκεπτος, αστόχαστος

  Μεταφράσεις επεξεργασία