ασυμβούλευτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασυμβούλευτος < α- στερητ. + συμβουλεύω
Επίθετο
επεξεργασίαασυμβούλευτος
- που ενεργεί χωρίς συμβουλή ή σύμβουλο
- έπραξε λάθος, γιατί ήταν ασυμβούλευτος και κανείς δεν τον βοήθησε
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασυμβούλευτος
|