ἀδελφικῶς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀδελφικῶς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀδελφικ(ός) + -ῶς
Επίρρημα επεξεργασία
ἀδελφικῶς
Πηγές επεξεργασία
- ἀδελφικῶς, ἀδελφικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.