ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἁγισμός οἱ ἁγισμοί
      γενική τοῦ ἁγισμοῦ τῶν ἁγισμῶν
      δοτική τῷ ἁγισμ τοῖς ἁγισμοῖς
    αιτιατική τὸν ἁγισμόν τοὺς ἁγισμούς
     κλητική ! ἁγισμέ ἁγισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἁγισμώ
γεν-δοτ τοῖν  ἁγισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁγισμός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἁγίζω, ἁγισ- + -μός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἁγισμός αρσενικό