Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁγίζω < ἅγιος[1] + -ίζω

ἁγίζω

Συγγενικά

επεξεργασία
  1. Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.