ἁγνός
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ἁγνός | ἁγνή | ἁγνόν | ἁγνοί | ἁγναί | ἁγνά |
Γενική | ἁγνοῦ | ἁγνῆς | ἁγνοῦ | ἁγνῶν | ἁγνῶν | ἁγνῶν |
Δοτική | ἁγνῷ | ἁγνῇ | ἁγνῷ | ἁγνοῖς | ἁγναῖς | ἁγνοῖς |
Αιτιατική | ἁγνόν | ἁγνήν | ἁγνόν | ἁγνούς | ἁγνάς | ἁγνά |
Κλητική | ἁγνέ | ἁγνή | ἁγνόν | ἁγνοί | ἁγναί | ἁγνά |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἁγνώ | ἁγνά | ||||
Γενική-Δοτική | ἁγνοῖν | ἁγναῖν |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἁγνός < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *Hieh₂ǵ- «ευσέβεια, λατρεία». Συγγενή τα ἅζομαι, ἅγιος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ἁγνός
ΠηγέςΕπεξεργασία
- ἁγνός στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «ἁγνός» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.