Δείτε επίσης: ἀγνώς, ἄγνος, Άγνος, αγνός

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁγνός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁγνός

  Επίθετο

επεξεργασία

ἁγνός

Συγγενικά

επεξεργασία




γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἁγνός ἁγνή τὸ ἁγνόν
      γενική τοῦ ἁγνοῦ τῆς ἁγνῆς τοῦ ἁγνοῦ
      δοτική τῷ ἁγν τῇ ἁγν τῷ ἁγν
    αιτιατική τὸν ἁγνόν τὴν ἁγνήν τὸ ἁγνόν
     κλητική ! ἁγνέ ἁγνή ἁγνόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἁγνοί αἱ ἁγναί τὰ ἁγνᾰ́
      γενική τῶν ἁγνῶν τῶν ἁγνῶν τῶν ἁγνῶν
      δοτική τοῖς ἁγνοῖς ταῖς ἁγναῖς τοῖς ἁγνοῖς
    αιτιατική τοὺς ἁγνούς τὰς ἁγνᾱ́ς τὰ ἁγνᾰ́
     κλητική ! ἁγνοί ἁγναί ἁγνᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἁγνώ τὼ ἁγνᾱ́ τὼ ἁγνώ
      γεν-δοτ τοῖν ἁγνοῖν τοῖν ἁγναῖν τοῖν ἁγνοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁγνός < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁yáǵ-nós,[1] με θέμα ἁγ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁yaǵ- (ευλαβούμαι, τιμώ). Ομόρριζα: ἅζομαι, ἅγιος.[2]

  Επίθετο

επεξεργασία

ἁγνός, -ή, -όν, υπερθετικός:  ἁγνότατος

  1. αγνός, καθαρός, ιερός, αμόλυντος
    ※  5ος αιώνας πκε, Σοφοκλής, Τραχίνιαι, 258-260
    κοὐχ ἡλίωσε τοὔπος, ἀλλ᾽ ὅθ᾽ ἁγνὸς ἦν, | στρατὸν λαβὼν ἐπακτὸν ἔρχεται πόλιν | τὴν Εὐρυτείαν.
    Και δεν πήρε τον όρκο του στο βρόντο, μα μόλις καθαρίστηκε,| μαζεύει ξένο στρατό κι έρχεται καταπάνω στην πόλη | του Εύρυτου.
    Μετάφραση (2015): Ιωάννης Γρυπάρης @greek-language.gr
  2. (για κορίτσια) αγνός, παρθένος
  3. αθώος (για αιματηρό έγκλημα)
  4. ορθός

Παράγωγα

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
ἁγν- 
  • δε σχετίζεται το ἄγνος και τα συγγενικά του

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ἁγνός στο αγγλικό Βικιλεξικό
  2. «αγνός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.