ἁγνός
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἁγνός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁγνός
Επίθετο
επεξεργασίαἁγνός
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σελ.48, Τόμος 1ος - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ἁγνός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἁγνός | ἡ | ἁγνή | τὸ | ἁγνόν |
γενική | τοῦ | ἁγνοῦ | τῆς | ἁγνῆς | τοῦ | ἁγνοῦ |
δοτική | τῷ | ἁγνῷ | τῇ | ἁγνῇ | τῷ | ἁγνῷ |
αιτιατική | τὸν | ἁγνόν | τὴν | ἁγνήν | τὸ | ἁγνόν |
κλητική ὦ! | ἁγνέ | ἁγνή | ἁγνόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ἁγνοί | αἱ | ἁγναί | τὰ | ἁγνᾰ́ |
γενική | τῶν | ἁγνῶν | τῶν | ἁγνῶν | τῶν | ἁγνῶν |
δοτική | τοῖς | ἁγνοῖς | ταῖς | ἁγναῖς | τοῖς | ἁγνοῖς |
αιτιατική | τοὺς | ἁγνούς | τὰς | ἁγνᾱ́ς | τὰ | ἁγνᾰ́ |
κλητική ὦ! | ἁγνοί | ἁγναί | ἁγνᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁγνώ | τὼ | ἁγνᾱ́ | τὼ | ἁγνώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ἁγνοῖν | τοῖν | ἁγναῖν | τοῖν | ἁγνοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἁγνός < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁yáǵ-nós,[1] με θέμα ἁγ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁yaǵ- (ευλαβούμαι, τιμώ). Ομόρριζα: ἅζομαι, ἅγιος.[2]
Επίθετο
επεξεργασίαἁγνός, -ή, -όν, υπερθετικός : ἁγνότατος
- αγνός, καθαρός, ιερός, αμόλυντος
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Τραχίνιαι, 258-260
- κοὐχ ἡλίωσε τοὔπος, ἀλλ᾽ ὅθ᾽ ἁγνὸς ἦν, | στρατὸν λαβὼν ἐπακτὸν ἔρχεται πόλιν | τὴν Εὐρυτείαν.
- Και δεν πήρε τον όρκο του στο βρόντο, μα μόλις καθαρίστηκε,| μαζεύει ξένο στρατό κι έρχεται καταπάνω στην πόλη | του Εύρυτου.
- Μετάφραση (2015): Ιωάννης Γρυπάρης @greek-language.gr
- κοὐχ ἡλίωσε τοὔπος, ἀλλ᾽ ὅθ᾽ ἁγνὸς ἦν, | στρατὸν λαβὼν ἐπακτὸν ἔρχεται πόλιν | τὴν Εὐρυτείαν.
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Τραχίνιαι, 258-260
- (για κορίτσια) αγνός, παρθένος
- αθώος (για αιματηρό έγκλημα)
- ορθός
Παράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
ἁγν-
ἁγν-
- ἁγνεία
- Ἀγνεῖον
- ἅγνευμα
- ἁγνευτήριον
- ἁγνευτικός
- ἁγνεύτρια
- ἁγνεύω & συγγενικά
- ἁγνεών
- ἁγνιασμός
- ἁγνίζω
- ἅγνισμα
- ἁγνισμός
- ἁγνιστέον
- ἁγνιστήριον
- ἁγνιστής
- ἁγνιστικός
- Ἁγνίτας
- ἁγνίτης
- Ἁγνόδημος
- Ἁγνοδίκη
- ἁγνόδικος, ἁγνοδικεῖς
- ἁγνοδοχεῖς
- Ἁγνόδωρος
- Ἁγνόθεμις
- Ἁγνόθεος
- Ἁγνοκλῆς
- ἁγνοποιός
- ἁγνοπολέομαι
- ἁγνοπόλος
- ἁγνόπολος
- ἁγνορρύτων
- ἁγνόρυτος
- ἁγνόστομος
- ἁγνόστροφος
- ἁγνοσύνη
- ἁγνοτελής
- ἁγνότης
- ἁγνῶς (επίρρημα)
- ἁγνοτόκος
- ἄναγνος
- ἀφαγνεύω
- ἀφαγνισμός
- δύσαγνος
- ἐφαγνίζω
- καθαγνίζω
- πάναγνος
- περιαγνίστηρια
- περιαγνίζω
- συναγνεύω
- ὑπέραγνος
- δε σχετίζεται το ἄγνος και τα συγγενικά του
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ἁγνός στο αγγλικό Βικιλεξικό
- ↑ «αγνός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἁγνός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἁγνός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.