ἀγνώς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀγνώς, -ῶτος, υπερθετικός : ἀγνώστατος
- (για πρόσωπα) άγνωστος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 79 (79-80)
- οὐ γάρ τ᾽ ἀγνῶτες θεοὶ ἀλλήλοισι πέλονται | ἀθάνατοι, οὐδ᾽ εἴ τις ἀπόπροθι δώματα ναίει.
- γιατί οι θεοί δεν μένουν μεταξύ τους άγνωστοι, | ακόμη κι όταν κατοικούν μακριά ο ένας απ᾽ τον άλλο.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- οὐ γάρ τ᾽ ἀγνῶτες θεοὶ ἀλλήλοισι πέλονται | ἀθάνατοι, οὐδ᾽ εἴ τις ἀπόπροθι δώματα ναίει.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 137.2
- ἦν γὰρ ἀγνὼς τοῖς ἐν τῇ νηί
- Το πλήρωμα του καραβιού δεν ήξερε ποιός ήταν
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ἦν γὰρ ἀγνὼς τοῖς ἐν τῇ νηί
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 8, 66.4
- κατὰ δὲ ταὐτὸ τοῦτο καὶ προσολοφύρασθαί τινι ἀγανακτήσαντα, ὥστε ἀμύνασθαι ἐπιβουλεύσαντα, ἀδύνατον ἦν· ἢ γὰρ ἀγνῶτα ἂν ηὗρεν ᾧ ἐρεῖ ἢ γνώριμον ἄπιστον.
- Για τον ίδιο λόγο κανείς δεν μπορούσε, αν ήταν αγανακτισμένος για ό,τι έπαθε, να παραπονεθεί σε άλλον και να καταδιώξει εκείνον που τον έβλαπτε, και τούτο επειδή θα μπορούσε ν᾽ απευθυνθεί ή σε άγνωστο ή σε γνωστό που δεν θα του είχε εμπιστοσύνη.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- κατὰ δὲ ταὐτὸ τοῦτο καὶ προσολοφύρασθαί τινι ἀγανακτήσαντα, ὥστε ἀμύνασθαι ἐπιβουλεύσαντα, ἀδύνατον ἦν· ἢ γὰρ ἀγνῶτα ἂν ηὗρεν ᾧ ἐρεῖ ἢ γνώριμον ἄπιστον.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 79 (79-80)
- (για πράγματα) άγνωστος, δυσνόητος, ασαφής, ακατάληπτος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 681 (681-682)
- δόκησις ἀγνὼς λόγων | ἦλθε, δάπτει δὲ καὶ τὸ μὴ ᾽νδικον.
- Υποψίες κούφιες κάποιος λόγος έχει | γεννήσει· μα πικραίνει κι η αδικιά.
- Μετάφραση (1936): Φώτος Πολίτης @greek‑language.gr
- Κάποιες αβάσιμες υποψίες γεννήθηκαν πάνω στα λόγια τους· | μα ό,τι δεν είναι δίκιο πληγώνει πιο βαριά.
- Μετάφραση (1942): Ι.Ν. Γρυπάρης @greek‑language.gr
- Υποψίες κούφιες κάποιος λόγος έχει | γεννήσει· μα πικραίνει κι η αδικιά.
- δόκησις ἀγνὼς λόγων | ἦλθε, δάπτει δὲ καὶ τὸ μὴ ᾽νδικον.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 681 (681-682)
- άσημος, άγνωστος
- ο μη πληροφορημένος, που έχει άγνοια
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Οἰκονομικός, 20.13
- Εἰ δέ τις παντάπασιν ἀγνὼς εἴη τί δύναται φέρειν ἡ γῆ, καὶ μήτε ἰδεῖν ἔχοι καρπὸν μηδὲ φυτὸν αὐτῆς, μήτε ὅτου ἀκούσαι τὴν ἀλήθειαν περὶ αὐτῆς ἔχοι, οὐ πολὺ μὲν ῥᾷον γῆς πεῖραν λαμβάνειν παντὶ ἀνθρώπῳ ἢ ἵππου, πολὺ δὲ ῥᾷον ἢ ἀνθρώπου;
- Αν κανείς δεν γνωρίζει καθόλου τί μπορεί να παράγει η γη και δεν μπορούσε να δει ούτε τον καρπό ούτε και το φυτό της, και δεν μπορούσε από κανέναν ν᾽ ακούσει την αλήθεια γι᾽ αυτό, δεν είναι πιο εύκολο για τον καθένα να μαθαίνει τις ιδιότητες της γης παρά τις ιδιότητες του αλόγου, και πολύ ευκολότερο από ό,τι τις ιδιότητες ενός ανθρώπου;
- Μετάφραση (2007): Έφη Δημητριάδου-Τουφεξή. Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- Εἰ δέ τις παντάπασιν ἀγνὼς εἴη τί δύναται φέρειν ἡ γῆ, καὶ μήτε ἰδεῖν ἔχοι καρπὸν μηδὲ φυτὸν αὐτῆς, μήτε ὅτου ἀκούσαι τὴν ἀλήθειαν περὶ αὐτῆς ἔχοι, οὐ πολὺ μὲν ῥᾷον γῆς πεῖραν λαμβάνειν παντὶ ἀνθρώπῳ ἢ ἵππου, πολὺ δὲ ῥᾷον ἢ ἀνθρώπου;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Οἰκονομικός, 20.13
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη γιγνώσκω
Πηγές
επεξεργασία- ἀγνώς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγνώς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.