Δείτε επίσης: ἄσημος, Άσιμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άσημος η άσημη το άσημο
      γενική του άσημου της άσημης του άσημου
    αιτιατική τον άσημο την άσημη το άσημο
     κλητική άσημε άσημη άσημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άσημοι οι άσημες τα άσημα
      γενική των άσημων των άσημων των άσημων
    αιτιατική τους άσημους τις άσημες τα άσημα
     κλητική άσημοι άσημες άσημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άσημος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄσημος < ἄ- στερητικό + → δείτε τη λέξη σῆμα (σήμα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.si.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐ση‐μος

  Επίθετο επεξεργασία

άσημος, -η, -o

  1. αφανής, άγνωστος στο ευρύ κοινό
     συνώνυμα: ανέγνωρος, ασήμαντος
     αντώνυμα: διάσημος → δείτε και τη λέξη δημοφιλής
  2. (παρωχημένο) που δεν τον έχουν σημαδέψει
     συνώνυμα: ασημάδευτος, ασήμαδος, ασημείωτος

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη σήμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία