Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἁγνεύω < ἁγν(ός) + -εύω

  Ρήμα επεξεργασία

ἁγνεύω

  1. εξαγνίζω, καθαίρω
  2. είμαι αγνός

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ἁγνός

  Πηγές επεξεργασία