Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁγνεύω < ἁγν(ός) + -εύω

ἁγνεύω

  1. εξαγνίζω, καθαίρω
  2. είμαι αγνός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ἁγνός