αμιγής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αμιγής | η | αμιγής | το | αμιγές |
γενική | του | αμιγούς* | της | αμιγούς | του | αμιγούς |
αιτιατική | τον | αμιγή | την | αμιγή | το | αμιγές |
κλητική | αμιγή(ς) | αμιγής | αμιγές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αμιγείς | οι | αμιγείς | τα | αμιγή |
γενική | των | αμιγών | των | αμιγών | των | αμιγών |
αιτιατική | τους | αμιγείς | τις | αμιγείς | τα | αμιγή |
κλητική | αμιγείς | αμιγείς | αμιγή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμιγής < αρχαία ελληνική ἀμιγής < ἀ- στερητικό + μίγνυμι, που δεν έχει αναμιχθεί
Επίθετο
επεξεργασίααμιγής, -ής, -ές
- καθαρός, ομοιόμορφος, χωρίς διαφορετικά ή ξένα στοιχεία
- αμιγές διάλυμα : χωρίς ξένα σώματα
- αμιγής συλλογισμός : ξεκάθαρος, χωρίς να παρεμβάλλονται (ηθελημένα) ή να παρεισφρέουν (από αβλεψία) στοιχεία ξένα προς τον συλλογισμό
Εκφράσεις
επεξεργασία- ουδέν κακόν αμιγές καλού: σε κάθε πράγμα, όσο και αν φαίνεται αρνητικό, βρίσκεται πάντοτε κάτι το θετικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ουδέν κακόν αμιγές καλού