ἁγνισμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἁγνισμός | οἱ | ἁγνισμοί |
γενική | τοῦ | ἁγνισμοῦ | τῶν | ἁγνισμῶν |
δοτική | τῷ | ἁγνισμῷ | τοῖς | ἁγνισμοῖς |
αιτιατική | τὸν | ἁγνισμόν | τοὺς | ἁγνισμούς |
κλητική ὦ! | ἁγνισμέ | ἁγνισμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁγνισμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἁγνισμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἁγνισμός αρσενικό