Δείτε επίσης: ἁγνόν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄγνον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄγνος (θηλυκό ή αρσενικό)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄγνον ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

δεν σχετίζεται με το ἁγνός