ἄγνον
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἄγνον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄγνος (θηλυκό ή αρσενικό)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἄγνον ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- ἄγνη (θηλυκό Vitex agnus-castus)
- ἀγνόκοκκον
δεν σχετίζεται με το ἁγνός
Πηγές
επεξεργασία- ἄγνον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)