δύσαγνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδύσαγνος, -ος, -ον
- ακάθαρτος, μιαρός
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἱκέτιδες, 751 (750-752)
- οὐλόφρονες δ᾽ ἐκεῖνοι, δολομήτιδες | δυσάγνοις φρεσίν, κόρακες ὥστε, βω-|μῶν ἀλέγοντες οὐδέν.
- Επίβουλοι και δολεροί εκείνοι στις | ακάθαρτες καρδιές των μέσα πιότερο δεν έχουν σεβασμό | απ᾽ τα κοράκια των βωμών.
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- οὐλόφρονες δ᾽ ἐκεῖνοι, δολομήτιδες | δυσάγνοις φρεσίν, κόρακες ὥστε, βω-|μῶν ἀλέγοντες οὐδέν.
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Protrepticus, 12.119, @scaife.perseus
- βακχεύουσι δὲ ἐν αὐτῷ οὐχ αἱ Σεμέλης »τῆς κεραυνίας« ἀδελφαί, αἱ μαινάδες, αἱ δύσαγνον κρεανομίαν μυούμεναι,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἱκέτιδες, 751 (750-752)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἁγνός
Πηγές
επεξεργασία- δύσαγνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δύσαγνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.