→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δύσαγνος τὸ δύσαγνον
      γενική τοῦ/τῆς δυσάγνου τοῦ δυσάγνου
      δοτική τῷ/τῇ δυσάγν τῷ δυσάγν
    αιτιατική τὸν/τὴν δύσαγνον τὸ δύσαγνον
     κλητική ! δύσαγνε δύσαγνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δύσαγνοι τὰ δύσαγν
      γενική τῶν δυσάγνων τῶν δυσάγνων
      δοτική τοῖς/ταῖς δυσάγνοις τοῖς δυσάγνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυσάγνους τὰ δύσαγν
     κλητική ! δύσαγνοι δύσαγν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσάγνω τὼ δυσάγνω
      γεν-δοτ τοῖν δυσάγνοιν τοῖν δυσάγνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δύσαγνος < δύσ- + -αγνος (ἁγνός)

  Επίθετο

επεξεργασία

δύσαγνος, -ος, -ον

  • ακάθαρτος, μιαρός
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἱκέτιδες, 751 (750-752)
    οὐλόφρονες δ᾽ ἐκεῖνοι, δολομήτιδες | δυσάγνοις φρεσίν, κόρακες ὥστε, βω-|μῶν ἀλέγοντες οὐδέν.
    Επίβουλοι και δολεροί εκείνοι στις | ακάθαρτες καρδιές των μέσα πιότερο δεν έχουν σεβασμό | απ᾽ τα κοράκια των βωμών.
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Protrepticus, 12.119, @scaife.perseus
    βακχεύουσι δὲ ἐν αὐτῷ οὐχ αἱ Σεμέλης »τῆς κεραυνίας« ἀδελφαί, αἱ μαινάδες, αἱ δύσαγνον κρεανομίαν μυούμεναι,

Συγγενικά

επεξεργασία