Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μιαρός η μιαρή το μιαρό
      γενική του μιαρού της μιαρής του μιαρού
    αιτιατική τον μιαρό τη μιαρή το μιαρό
     κλητική μιαρέ μιαρή μιαρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μιαροί οι μιαρές τα μιαρά
      γενική των μιαρών των μιαρών των μιαρών
    αιτιατική τους μιαρούς τις μιαρές τα μιαρά
     κλητική μιαροί μιαρές μιαρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μιαρός < αρχαία ελληνική μιαρός

  Επίθετο επεξεργασία

μιαρός

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

μιαρός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

μιαρός

  1. που έχει κηλιδωθεί με αίμα
  2. ρυπαρός, βρώμικος (και ηθικά)
  3. άσχημος

  Πηγές επεξεργασία