ανόσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανόσιος | η | ανόσια | το | ανόσιο |
γενική | του | ανόσιου | της | ανόσιας | του | ανόσιου |
αιτιατική | τον | ανόσιο | την | ανόσια | το | ανόσιο |
κλητική | ανόσιε | ανόσια | ανόσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανόσιοι | οι | ανόσιες | τα | ανόσια |
γενική | των | ανόσιων | των | ανόσιων | των | ανόσιων |
αιτιατική | τους | ανόσιους | τις | ανόσιες | τα | ανόσια |
κλητική | ανόσιοι | ανόσιες | ανόσια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανόσιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνόσιος. Συγχρονικά αναλύεται σε αν- + όσιος (αρχαία ελληνική ὅσιος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈno.si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νό‐σι‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαανόσιος
Συγγενικά
επεξεργασία- ανόσια (επίρρημα)
- ανοσιότητα
→ και δείτε τη λέξη όσιος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε και τη λέξη ειδεχθής