Δείτε επίσης: ἀνοσιούργημα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανοσιούργημα τα ανοσιουργήματα
      γενική του ανοσιουργήματος των ανοσιουργημάτων
    αιτιατική το ανοσιούργημα τα ανοσιουργήματα
     κλητική ανοσιούργημα ανοσιουργήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανοσιούργημα < (ελληνιστική κοινήἀνοσιούργημα < αρχαία ελληνική ἀνοσιουργέω / ἀνοσιουργῶ < ἀνόσιος + ἔργον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανοσιούργημα ουδέτερο

  1. ανόσια πράξη
  2. ανηθικότητα
  3. απέχθεια, αποστροφή, βδελυγμία

Συνώνυμα επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία