Δείτε επίσης: ἀνοσιουργῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανοσιουργώ < αρχαία ελληνική ἀνοσιουργέω / ἀνοσιουργῶ < ἀνοσιουργός < ἀνόσιος + ἔργον

ανοσιουργώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία