Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βδελυγμία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
βδελυγμί
α
οι
βδελυγμί
ες
γενική
της
βδελυγμί
ας
των
βδελυγμι
ών
αιτιατική
τη
βδελυγμί
α
τις
βδελυγμί
ες
κλητική
βδελυγμί
α
βδελυγμί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βδελυγμία
<
αρχαία ελληνική
βδελυγμία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βδελυγμία
θηλυκό
(
λόγιο
)
αηδία
,
αποστροφή
,
σιχαμάρα
,
σιχασιά
Συγγενικά
επεξεργασία
βδέλυγμα
βδελύσσομαι
βδελυρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βδελυγμία