Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βδελυρός η βδελυρή το βδελυρό
      γενική του βδελυρού της βδελυρής του βδελυρού
    αιτιατική τον βδελυρό τη βδελυρή το βδελυρό
     κλητική βδελυρέ βδελυρή βδελυρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βδελυροί οι βδελυρές τα βδελυρά
      γενική των βδελυρών των βδελυρών των βδελυρών
    αιτιατική τους βδελυρούς τις βδελυρές τα βδελυρά
     κλητική βδελυροί βδελυρές βδελυρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βδελυρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βδελυρός

  Επίθετο επεξεργασία

βδελυρός, -ή, -ό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βδελυρός βδελυρᾱ́ τὸ βδελυρόν
      γενική τοῦ βδελυροῦ τῆς βδελυρᾶς τοῦ βδελυροῦ
      δοτική τῷ βδελυρ τῇ βδελυρ τῷ βδελυρ
    αιτιατική τὸν βδελυρόν τὴν βδελυρᾱ́ν τὸ βδελυρόν
     κλητική ! βδελυρέ βδελυρᾱ́ βδελυρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βδελυροί αἱ βδελυραί τὰ βδελυρᾰ́
      γενική τῶν βδελυρῶν τῶν βδελυρῶν τῶν βδελυρῶν
      δοτική τοῖς βδελυροῖς ταῖς βδελυραῖς τοῖς βδελυροῖς
    αιτιατική τοὺς βδελυρούς τὰς βδελυρᾱ́ς τὰ βδελυρᾰ́
     κλητική ! βδελυροί βδελυραί βδελυρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βδελυρώ τὼ βδελυρᾱ́ τὼ βδελυρώ
      γεν-δοτ τοῖν βδελυροῖν τοῖν βδελυραῖν τοῖν βδελυροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βδελυρός < βδέω (πέρδομαι) + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

βδελυρός, -ά, -όν

  Πηγές επεξεργασία