βδελυρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βδελυρός | η | βδελυρή | το | βδελυρό |
γενική | του | βδελυρού | της | βδελυρής | του | βδελυρού |
αιτιατική | τον | βδελυρό | τη | βδελυρή | το | βδελυρό |
κλητική | βδελυρέ | βδελυρή | βδελυρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βδελυροί | οι | βδελυρές | τα | βδελυρά |
γενική | των | βδελυρών | των | βδελυρών | των | βδελυρών |
αιτιατική | τους | βδελυρούς | τις | βδελυρές | τα | βδελυρά |
κλητική | βδελυροί | βδελυρές | βδελυρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βδελυρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βδελυρός
Επίθετο
επεξεργασίαβδελυρός, -ή, -ό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βδελυρός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βδελυρός < βδέω (πέρδομαι) + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαβδελυρός, -ά, -όν
Πηγές
επεξεργασία- βδελυρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βδελυρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.