iniquity
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία en επεξεργασία
iniquity < (κληρονομημένο) μέση αγγλική iniquite < παλαιά γαλλική iniquité[1] < λατινική inīquitās < inīquus + -itās[2]. Συγκρίνετε με το inequity.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɪnˈɪ.kwɪ.ti/
- παρώνυμο: inequity
Ουσιαστικό επεξεργασία
iniquity (en)