Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανομία οι ανομίες
      γενική της ανομίας των ανομιών
    αιτιατική την ανομία τις ανομίες
     κλητική ανομία ανομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανομία < αρχαία ελληνική ἀνομία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανομία θηλυκό

  1. η πράξη που παραβιάζει έναν ηθικό νόμο, το αμάρτημα
  2. η έλλειψη νόμων ή η κατάσταση κατά την οποία οι νόμοι δεν εφαρμόζονται

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία