Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
méfait
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
méfait
méfaits
Ουσιαστικό
επεξεργασία
méfait
(fr)
αρσενικό
κακή
πράξη
που
ζημιώνει
κάποιον, το
αδίκημα
(
κατ’ επέκταση
) οτιδήποτε μπορεί να έχει
βλαβερές
συνέπειες
les
méfaits
du tabac de la télévision - οι
κακές συνέπειες
του καπνού / της τηλεόρασης