κακοήθεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- κακοήθεια < αρχαία ελληνική κακοήθεια
Ουσιαστικό
επεξεργασίακακοήθεια θηλυκό
- ο κακοήθης χαρακτήρας κάποιου
- εσκεμμένο ψεύδος με σκοπό τη δημιουργία εντυπώσεων
- (ιατρική) ο κακοήθης (καρκινικός) χαρακτήρας ενός όγκου
Μεταφράσεις
επεξεργασία κακοήθεια
|