κακοήθης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | κακοήθης | το | κακόηθες | ||
γενική | του/της | κακοήθους* | του | κακοήθους | ||
αιτιατική | τον/την | κακοήθη | το | κακόηθες | ||
κλητική | κακοήθη | κακόηθες | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | κακοήθεις | τα | κακοήθη | ||
γενική | των | κακοήθων | των | κακοήθων | ||
αιτιατική | τους/τις | κακοήθεις | τα | κακοήθη | ||
κλητική | κακοήθεις | κακοήθη | ||||
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κακοήθης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κακοήθης. Συγχρονικά αναλύεται σε κακο- + -ήθης (ήθος)
- για τον όρο της ιατρικής < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική malin [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.koˈi.θis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κο‐ή‐θης
- ομόηχο: κακοήθεις
Επίθετο
επεξεργασία- (για άνθρωπο) που έχει κακή και ανήθικη σκέψη και συμπεριφορά
- (για συμπεριφορά) που εκπορεύεται ή αφορά έναν τέτοιον άνθρωπο
- (ιατρική) χαρακτηρισμός ασθένειας που εξελίσσεται άσχημα και ενίοτε θανατηφόρα
- ※ Συνολικά μπορούμε να πούμε ότι τα κακοήθη νεοπλάσματα είναι ουσιωδώς νοσήματα φθοράς και για τον λόγο αυτόν εμφανίζονται αυξανόμενα με την πρόοδο της ηλικίας. (@efsyn.gr)
- ※ Η ελληνίδα ερευνήτρια προσέθεσε ότι προηγούμενες μελέτες έχουν συνδέσει το σολάριουμ και με το κακόηθες μελάνωμα, την πιο θανατηφόρο μορφή καρκίνου του δέρματος. (@tovima.gr)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κακοήθης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ κακοήθης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
κᾰκοηθεσ- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | κακοήθης | τὸ | κακόηθες | ||
γενική | τοῦ/τῆς | κακοήθους | τοῦ | κακοήθους | ||
δοτική | τῷ/τῇ | κακοήθει | τῷ | κακοήθει | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | κακοήθη | τὸ | κακόηθες | ||
κλητική ὦ! | κακόηθες | κακόηθες | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | κακοήθεις | τὰ | κακοήθη | ||
γενική | τῶν | κακοήθων | τῶν | κακοήθων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | κακοήθεσῐ(ν) | τοῖς | κακοήθεσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | κακοήθεις | τὰ | κακοήθη | ||
κλητική ὦ! | κακοήθεις | κακοήθη | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κακοήθει | τὼ | κακοήθει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κακοήθοιν | τοῖν | κακοήθοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνήθης' όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κακοήθης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κακοήθης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.