malignant
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | malignant |
συγκριτικός | more malignant |
υπερθετικός | most malignant |
Επίθετο
επεξεργασίαmalignant (en)
- (ιατρική) κακοήθης, χαρακτηρισμός ασθένειας που εξελίσσεται άσχημα και ενίοτε θανατηφόρα
- ⮡ a malignant growth - κακοήθης όγκος