Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νεόπλασμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
νεόπλασμα
τα
νεοπλάσμα
τ
α
γενική
του
νεοπλάσμα
τ
ος
των
νεοπλασμά
τ
ων
αιτιατική
το
νεόπλασμα
τα
νεοπλάσμα
τ
α
κλητική
νεόπλασμα
νεοπλάσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
νεόπλασμα
<
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
γαλλική
néoplasme
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νεόπλασμα
ουδέτερο
(
ιατρική
)
όγκος
,
καλοήθης
ή
κακοήθης
(καρκινικός)
Συγγενικά
επεξεργασία
νεοπλασματικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νεόπλασμα
αγγλικά
:
neoplasm
(en)
,
tumor
(en)
,
tumour
(en)
,
carcinocyte
(en)
γαλλικά
:
néoplasme
(fr)