Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανοσιότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ανοσιότητ
α
οι
ανοσιότητ
ες
γενική
της
ανοσιότητ
ας
των
ανοσιοτήτ
ων
αιτιατική
την
ανοσιότητ
α
τις
ανοσιότητ
ες
κλητική
ανοσιότητ
α
ανοσιότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανοσιότητα
<
αρχαία ελληνική
ἀνοσιότης
<
ὁσιότης
<
ὅσιος
(
σημασιολογικό δάνειο
από
τη γαλλική
impiété
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανοσιότητα
θηλυκό
το να είναι κάποιος
ανόσιος
, η
ιδιότητα
του
ανόσιου
Αντώνυμα
επεξεργασία
οσιότητα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ανόσιος
και
όσιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανοσιότητα
αγγλικά
:
impiety
(en)
γαλλικά
:
impiété
(fr)