οσιότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οσιότητα < αρχαία ελληνική ὁσιότης < ὅσιος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική impiété)
Ουσιαστικό επεξεργασία
οσιότητα θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη όσιος