Δείτε επίσης: ὅσιος, Όσιος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο όσιος η όσια
οσία
το όσιο
      γενική του όσιου
οσίου
της όσιας
οσίας
του όσιου
οσίου
    αιτιατική τον όσιο την όσια
οσία
το όσιο
     κλητική όσιε όσια
όσια
όσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι όσιοι οι όσιες τα όσια
      γενική των όσιων
οσίων
των όσιων
οσίων
των όσιων
οσίων
    αιτιατική τους όσιους
οσίους
τις όσιες τα όσια
     κλητική όσιοι όσιες όσια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «πλάγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
όσιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὅσιος (αρχαία σημασία: ευσεβής, σύμφωνος με τα θεία) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈo.si.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ό‐σι‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

όσιος, -ια/ία, -ιο

  1. (χριστιανισμός, θηλυκό: οσία) προσωνυμία μοναχού ή μοναχής που τη μνήμη του/της τιμάει η Ορθόδοξη Εκκλησία
  2. (μεταφορικά) πολύ αδύνατος
    ⮡  Έγινε σαν όσιος Ονούφριος με τόση δίαιτα.
  3. (σπάνιο, όπως στην αρχαία σημασία) που έχει αφοσιωθεί στις θεϊκές απαιτήσεις ή, γενικά, στα θεία [2]
     συνώνυμα: ιερός

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. όσιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)