Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοναχή οι μοναχές
      γενική της μοναχής των μοναχών
    αιτιατική τη μοναχή τις μοναχές
     κλητική μοναχή μοναχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
σκίτσο καθολικής μοναχής

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μοναχή < μεσαιωνική ελληνική μοναχή, θηλυκό του μοναχός < αρχαία ελληνική μοναχός < μόνος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μοναχή θηλυκό

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία