nonne
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- nonne < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nonne | nonnes |
nonne (fr) θηλυκό
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΜόριο
επεξεργασίαnonne (la)
- ερωτηματικό μόριο, αρχίζει μια ερώτηση στην οποία αναμένεται καταφατική απάντηση
- Nonne ingeniosus es? - Certo, ingeniosus sum!
- Δεν είσαι έξυπνος; - Και βέβαια είμαι έξυπνος!