Ετυμολογία

επεξεργασία
nonne < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /?/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
nonne nonnes

nonne (fr) θηλυκό

nonne (la)

Nonne ingeniosus es? - Certo, ingeniosus sum!
Δεν είσαι έξυπνος; - Και βέβαια είμαι έξυπνος!