• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

καλόγρια

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Συνώνυμα
      • 1.2.3 Συγγενικά
      • 1.2.4 Δείτε επίσης
      • 1.2.5 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλόγρια οι καλόγριες
      γενική της καλόγριας των καλογριών
    αιτιατική την καλόγρια τις καλόγριες
     κλητική καλόγρια καλόγριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
καλόγριες έξω από μοναστήρι

Ετυμολογία

επεξεργασία
καλόγρια < μεσαιωνική ελληνική καλόγρια / καλογραία < αρχαία ελληνική καλός + γραῖα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καλόγρια θηλυκό

  • (θρησκεία) γυναίκα ντυμένη το μοναχικό σχήμα

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • καλογριά
  • καλογραία

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • μοναχή

Συγγενικά

επεξεργασία
  • καλογρίτσα
  • καλογριούλα

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • καλόγερος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    καλόγρια
  • → δείτε τη λέξη μοναχή
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καλόγρια&oldid=5326761"
Τελευταία επεξεργασία στις 20 Οκτωβρίου 2021, στις 13:11

Γλώσσες

    • English
    • Lietuvių
    • Malagasy
    • Polski
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 20 Οκτωβρίου 2021, στις 13:11.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας