Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλογρίτσα οι καλογρίτσες
      γενική της καλογρίτσας
    αιτιατική την καλογρίτσα τις καλογρίτσες
     κλητική καλογρίτσα καλογρίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ψάρια καλογρίτσες

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλογρίτσα < καλόγρ(ια) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα < μεσαιωνική ελληνική καλόγρια / καλογραία < αρχαία ελληνική καλός + γραῖα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.loˈɣɾi.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λο‐γρί‐τσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλογρίτσα θηλυκό

  1. (θρησκεία) υποκοριστικό του καλόγρια
    άλλες μορφές: καλογριούλα
  2. (ψάρι) είδος ψαριού (Chromis chromis) του αλμυρού νερού

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία