Ετυμολογία

επεξεργασία
γραῖα < γραῖος ή από το γεραιά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γραῖ αἱ γραῖαι
      γενική τῆς γραίᾱς τῶν γραιῶν
      δοτική τῇ γραί ταῖς γραίαις
    αιτιατική τὴν γραῖᾰν τὰς γραίᾱς
     κλητική ! γραῖ γραῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γραῖ
γεν-δοτ τοῖν  γραίαιν
Εδώ, το καθαρό α (που ακολουθεί το ρ ή φωνήεν)
δεν είναι μακρό, αλλά κατ' εξαίρεσιν, βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σφαῖρα' όπως «σφαῖρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

γραῖα θηλυκό και γραία και ιωνικός τύπος  γραίη

  Επίθετο

επεξεργασία

γραῖα

  • θηλυκό του γέρων: στις πλάγιες πτώσεις το προαναφερόμενο ουσιαστικό είχε λειτουργία επιθέτου (η παλιά, η γέρικη, η φθαρμένη)