ενικός         πληθυντικός  
nun nuns

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

nun (en)

  1. η καλόγρια, η μοναχή
  2. το 14ο γράμμα του εβραϊκού αλφαβήτου (ן ,נ)



  Αντωνυμία

επεξεργασία

nun (eu)


  Επίρρημα

επεξεργασία

nun (eo)