πού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πού < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ποῦ
Επίρρημα
επεξεργασίαπού
- (τοπικό επίρρημα) σε ποιο μέρος; σε ποιον τόπο;
- Πού ήσουν και δε σε είδα;
- (τροπικό επίρρημα) πού να: πώς; με ποιον τρόπο; (δηλώνει δυσκολία ή αδυναμία να γίνει κάτι)
- Πού να το φανταζόμουν;
- Χτες έπεσα νωρίς αλλά πού να κοιμηθώ! (δεν μπορούσα να κοιμηθώ)
- έχω κάτι δουλειές στο κέντρο, αλλά πού να τρέχω τώρα...
Εκφράσεις
επεξεργασία- εδώ παπάς, εκεί παπάς πού είν' ο παπάς;
- πού και πού: σπάνια
- από πού κι ως πού; : πώς είναι δυνατόν;
Μεταφράσεις
επεξεργασία τοπικό επίρρημα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαπού