dove
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dove | doves |
dove (en)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαdove (en)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- dove > da ove
Προφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαdove (it)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdove (it)
- non è chiaro il dove - δεν είναι ξεκάθαρο το πού (γίνεται κάτι)
Σύνδεσμος
επεξεργασίαdove (it)